- κατωμοσίην
- κατωμοσίαaccusation on oathfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατωμοσία — κατωμοσία, ιων. τ. κατωμοσίη, ἡ (Α) [κατώμοτος] η ένορκη κατηγορία («μετὰ τὴν κατωμοσίην ἐδίωκε ἀνασῴζων ἐκεῑνο τὸ ἔπος», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek